- Νυκτέα
- Νυκτέᾱ , Νυκτεύςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νυκτέα — η ζωολ. γένος κουκουβάγιας … Dictionary of Greek
Αντιόπη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ηρωίδα του μυθολογικού κύκλου της αρχαίας Θήβας, κόρη του βοιωτικού ποταμού Ασωπού ή του Νυκτέα. Επειδή φοβόταν την πατρική οργή μετά τους έρωτές της με τον Δία, κατέφυγε στον βασιλιά της Σικυώνας Επωπέα, που την… … Dictionary of Greek
κελαινώ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Δαναΐδα, σύζυγος του Υπέρβιου, γιου του Αιγύπτου, μητέρα του Κελαινού από τον Ποσειδώνα. 2. Μία από τις Πλειάδες ή Ατλαντίδες, μητέρα του Λύκου και του Νυκτέα από τον Ποσειδώνα. Σύμφωνα με άλλες πηγές, ήταν σύζυγος… … Dictionary of Greek
νυκτία — η ζωολ. η νυκτέα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nyctea (< νύξ, νυκτός + κατάλ. ία)] … Dictionary of Greek